υποδιδάσκαλος

υποδιδάσκαλος
ο младший преподаватель; помощник, ассистент учителя в школе

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υποδιδάσκαλος" в других словарях:

  • ὑποδιδάσκαλος — under teacher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδιδάσκαλος — ο / ὑποδιδάσκαλος, ΝΑ νεοελλ. (παλαιότερα) κατώτερος βαθμός δασκάλου σε σχολεία με μικρό αριθμό μαθητών, γραμματοδιδάσκαλος αρχ. δευτερεύων δάσκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διδάσκαλος] …   Dictionary of Greek

  • ὑποδιδασκάλων — ὑποδιδάσκαλος under teacher masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Johann Otho — oder Johannes Hoste oder Oeste (* um 1520 in Brügge; † 6. Juni 1581 in Duisburg) war ein flämischer Humanist, Pädagoge, Kartograf und Gelehrter. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 1.1 Gent 1.2 Duisburg …   Deutsch Wikipedia

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • υποδιδακτής — ὁ, Α υποδιδάσκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διδάσκω] …   Dictionary of Greek

  • υπόσχολος — ὁ, Α υποδιδάσκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σχολος (< σχολή), πρβλ. πρό σχολος] …   Dictionary of Greek

  • ipodidascăl — ipodidáscăl ( li), s.m. – Învăţător de şcoală primară, învăţător pentru începători. – var. ipodidascal. ngr. ὑποδιδάσϰαλος (Gáldi 200). sec. XVIII, înv. Trimis de blaurb, 09.01.2008. Sursa: DER …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»